- ρούσσος
- -α, -ο, Νβλ. ρούσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
ρούσος — α, ο / ῥούσιος, ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῑος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α (κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια ναι η άσπρη, ποια ναι η ρούσα») μσν. αρχ. «οἱ ρούσιοι» οι… … Dictionary of Greek
Βουρδουμπάς — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από την Κρήτη. 1. Ανδρέας. Αγωνιστής της Κρητικής επανάστασης του 1866. Στη διάρκεια της επόμενης στάσης, του 1878, ήταν πρόεδρος της επαναστατικής συνέλευσης του Ασκύφου, που έθεσε τις βάσεις του πολιτεύματος της… … Dictionary of Greek
ΕΣΗΕΑ — (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών). Επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων που εργάζονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1914 ως Ένωσις Συντακτών, ενώ τη σημερινή ονομασία έλαβε με τροποποίηση του καταστατικού της … Dictionary of Greek